ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΩΝ ΛΥΚΑΙΩΝ ( του ολυμπισμού η δάδα )

Ξένε στον τόπο αυτό που μπήκες
χιλιάδες σε υποδέχονται Λυκαιονίκες
για να σου πούνε μ’ ένα στόμα όλοι μαζί
πως το ωραίο δεν πεθαίνει. Πάντα ζει.

Βάλε τ’ αυτί στην πέτρα και στο χώμα
ν’ ακούσεις προαιώνια μυστικά κι ακόμα
θρύλους πανάρχαιους που αιώνες κουβαλάει
ο θείος Αλφειός που ατέλειωτα κυλάει

Εδώ σ’ αυτή τη γη του Πάνα και του Δία
χρόνια πολλά πριν πάει στην Ολυμπία
άναψε κι έλαμψε του Ολυμπισμού η δάδα
το φως της να σκορπίσει περ’ απ’ την Ελλάδα

Σ’ όλο τον κόσμο στην απέραντη οικουμένη
τη μόνη αλήθεια στους αιώνες να σημαίνει
πως στη ζωή το αγαθό το πιο μεγάλο
είναι η λευτεριά με την ειρήνη. Τίποτ’ άλλο

 

Του Ηλία Σιμόπουλου

Ύμνος στα «ΛΥΚΑΙΑ» *** Του Ηλία Σιμόπουλου

Ψηλά στου Λύκαιου τις κορφές

τ’ Ολύμπιο φως και πάλι λάμπει

ηχούν καμπάνες γιορτινές

αντιλαλούν βουνά και κάμποι.

 

Κι όπως ορμούν οι αθλητές

μέσα στο στίβο των αγώνων

χιλιάδες φτάνουν οι φωνές

από τα βάθη των αιώνων.

 

Να ζει το Λύκαιο να ζει !

Στο πήδημα και στο λιθάρι

στο δρόμο, στη δισκοβολή

τη δάφνη απ’ όλους ποιος θα πάρει.

 

Έτσι στου Λύκαιου την κορφή

όσο κι αν θα περνούν οι χρόνοι

η δόξα πάντα με τιμή

τους νικητές θα στεφανώνει.

 

Μ’ ας ήταν – πως το νοσταλγώ –

τη μοίρα σας λεβέντες να’χα

δίπλα σας να’τρεχα κι εγώ

για ‘να κλωνάρι ελιάς μονάχα.

 

Ηλίας Σιμόπουλος 
1913 – 2015

 

 

Πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος ποιητής, με υπερεβδομηντακονταετή συνεχή παρουσία στα ελληνικά γράμματα.

 

Ο Ηλίας Σιμόπουλος γεννήθηκε στο Καστανοχώρι (πρώην Κραμποβό) Αρκαδίας στις 23 Νοεμβρίου 1913. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε για μακρά περίοδο το δικηγορικό επάγγελμα. Παράλληλα, από τα νεανικά του χρόνια επιδόθηκε στην ποίηση. Από μαθητής στο γυμνάσιο είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα και κείμενά του δημοσιεύονταν στη «Διάπλαση των Παίδων», την «Παιδική Χαρά» και άλλα έντυπα.

Στο διάστημα 1934 – 1936 ήταν Γραμματέας της Καλλιτεχνικής Επιτροπής στην «Ενωτική Συνομοσπονδία των Εργατών Ελλάδας» (με μέλη, μεταξύ άλλων, τους Κώστα Βάρναλη, Γιάννη Ρίτσο και Μενέλαο Λουντέμη) και σκηνοθέτης στο Εργατικό της Θέατρο.

Το καλοκαίρι του 1936 με την κήρυξη της δικτατορίας του Μεταξά η λογοκρισία σταμάτησε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του με τίτλο «Εναγώνια», που βρισκόταν στο τυπογραφείο. Αργότερα, για την όλη δραστηριότητά του συνελήφθη από την ειδική ασφάλεια, βασανίστηκε κι εκδιώχθηκε από τη σχολή εφέδρων αξιωματικών. Πιο μπροστά, μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές στο σπίτι του, κατασχέθηκαν όλα του τα χειρόγραφα και καταστράφηκε όλο του το αρχείο. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας και την Εθνική Αντίσταση.

Το 1946 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο» και με το έργο του «Αρκαδική Ραψωδία» (1958), καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της χώρας. Ακολούθησε πλειάδα ποιητικών συλλογών: «Έκτη Εντολή» (1959), «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές» (1961), «Το μεγάλο ποτάμι» (1964), «Τεκμήρια» (1968), «Τα ρόδα της Ιεριχώς» (1970), «Το τετράδιο της γης» (1971), «Μικρές Μαρτυρίες» (1972), «Εναγώνια» (1974), «Προσπελάσεις» (1976), «Σημαφόροι» (1980), «Εσπερινός Απόλογος» (1983), «Οι πληγές και τα παράθυρα» (1986), «Μακρινό Ταξίδι» (1990), «Πέτρες» (1992), «Ράθυμες ώρες» (2010). Το 1989 και το 1990 εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη τα «Άπαντά» του σε δύο τόμους. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Κινέζικα, τα Ιταλικά, τα Ρώσικα και σε αρκετές ακόμα γλώσσες.

Ασχολήθηκε, επίσης, με φιλολογικές μελέτες και κριτική λογοτεχνίας και θεάτρου κι έγινε μέλος κριτικών επιτροπών, όπως η επιτροπή κρίσης Κρατικού Βραβείου Ποίησης. Διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, η οποία το 2011 τον πρότεινε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει οι συνθέτες Γιάννης Σπανός («Ο θρήνος της μάνας»), Ιωσήφ Μπενάκης («Αρκαδική Ραψωδία», «Ο Φονιάς», «Ο ύμνος της ειρήνης»), Ηλίας Στασινός («Ύμνος στα Λύκαια») και Φαίδων Πρίφτης («Ο Φονιάς»).

Ο Ηλίας Σιμόπουλος πέθανε στις 30 Αυγούστου 2015, σε ηλικία 101 χρονών.

Κρίσεις για το έργο του

Ως ποιητής, ο Σιμόπουλος, σε ένα μεγάλο μέρος τού έργου του, δεν φαίνεται να βασανίζεται πολύ με προβλήματα μορφής, ακόμη και «αρτιότητας» στίχου και ρυθμού. Η πορεία του, πέρα από την μορφή, είναι μια αγωνία να εκφράσει την περιπέτεια και τα αδιέξοδα ενός έθνους και ενός κόσμου σε μια μακριά περίοδο πολεμικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δοκιμασιών. Ακριβώς αυτό το άγχος —το δίλημμα— αποδοχής τής σκληρής πραγματικότητας μαρτυρεί όλη η ποίησή του. Ένα άγχος όμως που αγωνίζεται —τραγικά μερικές φορές— να το κατανικήσει. Πάσχει μαζί με την εποχή του, με τους συνανθρώπους του. Πράος, ωστόσο, από ιδιοσυγκρασία, αποφεύγει τις εκρηκτικές εκφραστικές διεξόδους και αυτό ίσως τον παγιδεύει, μερικές φορές, σε εύκολους λεκτικούς συμβολισμούς και χαμηλούς τόνους ή σε έναν ελάσσονα θρήνο. Πίσω όμως από αυτή την επιφάνεια είναι έντονα αισθητή η σιωπηρή κραυγή και η υπόκωφη δόνηση —που μαρτυρεί άλλωστε την παρουσία της με σποραδικές εκρήξεις.

Ηλίας Σιμόπουλος-Ποιητής

Print

 

Ο Θρήνος της Μάνας

(Από το έργο Αρκαδική Ραψωδία του Ηλία Σιμόπουλου)

Όλη τη μέρα που ‘λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.

Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου ‘φευγε η λαλιά μου.

Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.

Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα – τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.

Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου ‘λεγες «Η Λευτεριά μητέρα 
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.

Μ’ αν μου ‘φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το ‘ξερα πως θα γύριζες κ’ ήταν γλυκός ο πόνος.

Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι ‘ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν’ ανέβω.

Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;

Φίλες και φίλοι. Κυρίες και κύριοι.

Τύχη αγαθή απόψε μας έφερε όλους εδώ, στην αγκαλιά του αρχέγονου βουνού, να γίνουμε μάρτυρες της σεμνής αυτής μυσταγωγίας κάτω από το φως του δειλινού που φεύγει και των άστρων της νύχτας που έρχεται. Τύχη μοναδική για όλους εμάς απόψε, που με τους ψίθυρους του βουνού και τα θροΐσματα των φύλων του καστανόλογγου γλυκά να χαϊδεύουν τ’ αυτιά 
μας, θα δούμε τη γενέτειρα, τη γενέθλια μάνα γη, μετά την παγκόσμια καταξίωσή του, να στεφανώνει το παιδί της. Απόψε ο Κραμποβός τιμάει το άξιο τέκνο του, τον ποιητή Ηλία Σιμόπουλο.

Φίλοι και φίλες. 

Περάσανε πολλά χρόνια από κείνο το πρωί, που ο Ηλίας Σιμόπουλος μικρό ξεπεταρούδι, κοιτώντας τον ήλιο ίσια στα μάτια καθώς ανέτειλε από το απέναντι βουνό, από τούτη δω την αετοφωλιά άνοιξε τα φτερά του και πέταξε για τη μεγάλη περιπέτεια. Με φυλαχτό κρυμμένο βαθιά στην καρδιά του, την αγωνία που είδε ζωγραφισμένη στα μάτια της μάνας του σαν την αποχαιρετούσε. Με όπλα του, τις ευχές διδαχές του πατέρα του. Κι εφόδια τις ιερές παρακαταθήκες των προγόνων του. 

Σαν τον Οδυσσέα περιπλανήθηκε αναζητώντας την «Ιθάκη» του και επέλεξε γι αυτό τους δρόμους της ποίησης. Έτσι ο Κραμποβίτης ποιητής, άξιο παιδί της Αρκαδίας, γέννημα θρέμμα του Λυκαίου όρους, της αρχέγονης κοιτίδας των Αρκάδων, τιμάει με συνέπεια, ήθος και σεμνότητα μέσα από την ποίηση, πάνω από μισό αιώνα, την Ελλάδα και τα Ελληνικά γράμματα!

Για πρώτη φορά εμφανίζεται στο χώρο της ποίησης το 1946 με την ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο». Το 1958, χρόνος σταθμός για την ποιητική του διαδρομή, κυκλοφόρησε το μεγαλόπνοο, γεμάτο ανθρώπινη ευαισθησία και λυρισμό έργο του «Αρκαδική Ραψωδία». Το έργο αυτό ενέπνευσε το μεγάλο συνθέτη Ιωσήφ Μπενάκη, ο οποίος το μελοποίησε και το παρουσίασε στο Ηρώδειο με τους πρωταγωνιστές της λυρικής σκηνής Ανδρέα Κουλουμπή και Μυρτώ Δουλή, με τη συνοδεία πολυμελούς χορωδίας και μεγάλης ορχήστρας. Η πορεία του μεγάλου μας συμπατριώτη στο Ελληνικό ποιητικό στερέωμα έχει ξεκινήσει.

Οι ποιητικές του συλλογές πλειάδα, διαδέχονται τώρα η μία την άλλη. H «Έκτη Εντολή», «Το σπίτι με τις χελιδονοφωλιές», «Το μεγάλο ποτάμι», «Τα τεκμήρια», «Τα ρόδα της Ιεριχώς», «Το τετράδιο της γης», «Οι Μικρές Μαρτυρίες», «Τα Εναγώνια», «Οι Προσπελάσεις», «οι Σημαφόροι», «Ο Εσπερινός Απόλογος, «Οι πληγές και τα παράθυρα», «Το Μακρινό ταξίδι», «Οι Πέτρες», «Τα Κέρματα», «Τα Θροΐσματα των ανέμων» και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά. Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες. Παίρνει μέρος σε πλήθος συμπόσια και συνέδρια. Συνεργάζεται με μια σειρά Ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες. Δίνει πλήθος διαλέξεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Το έργο του μεταφράζεται στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου. Αγγλικά, Γαλλικά, Ρώσικα, Γερμανικά, Ιταλικά, Βουλγάρικα, Σλοβάκικα, Ινδικά, Κινέζικα. και συμπεριλαμβάνεται σε πολλές ξένες ανθολογίες στη Γερμανία, Πολωνία, Αγγλία, Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα.

Το ήθος και η εντιμότητά του, η σεμνότητα της γνώσης και της σοφίας του, η μεγαλοσύνη της ψυχής του, η μαχητικότητα και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του, εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους πνευματικούς ανθρώπους της Ελλάδας. Έτσι εκλέγεται πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, και μετά τη συγχώνευση των δύο σωματείων, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Διατέλεσε πρόεδρος της κρατικής επιτροπής για τη συνταξιοδότηση των Λογοτεχνών, μέλος της επιτροπής για τη βράβευση θεατρικών έργων, Πρόεδρος της επιτροπής για την απονομή κρατικών βραβείων, Πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής δραματικών σχολών και άλλων. 

Η φήμη του απλώθηκε μακριά. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας μας και κατέκτησε ολάκερο τον κόσμο, όμως ποτέ δεν ξέχασε. Σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Νέα της Μεγαλοπόλεως» ομολογεί: «…είμαι πολύ δεμένος με την Αρκαδία, με το χωριό μου, τον Κραμποβό. Θα πω μονάχα πως έφυγα μικρό παιδί, από εκεί και η νοσταλγία του με συνοδεύει μέχρι σήμερα.» Μα και στο έργο του η γενέτειρά του έχει ξεχωριστή θέση. Σ’ ένα ποίημά του λεει για τον Κραμποβό:

Κραμποβός

Λαμπρό μου όνειρο
Θαμμένο
Στα βάθη του χρόνου.

Είμαι το αίμα σου που τραγουδά
Που τολμά να τραγουδά
Με το θάνατο στα χέρια.

Ανηφορίζοντας τις πλαγιές του Λυκαίου
Κάτω από ερείπια ναών
Ή πλατύφυλλα δένδρα που ανθίζουν
Στις νεκρές πια πλατείες σου

Πουλί της στάχτης και της φωτιάς
Αναζητώ το σώμα σου
-της μνήμης έγκλειστος-
ανάμεσα σε πέτρα και άργιλο
ανάμεσα σε σκυθρωπές
βομβαρδισμένες πολιτείες
κι εταιρείες μ’ αναρίθμητα κεφάλαια.

Χωριό μου σταυρωμένο
Που σε μίσησε ο Εγκέλαδος
Προσκυνητής σου ταπεινός
Κυνηγημένος ασυμβίβαστος
Φιλώ το χώμα που με γέννησε 
Και καμαρώνω
Τη μεγαλοπρέπεια των βουνών
Που σιωπηλοί πέτρινοι γίγαντες
Μεσ’ στους αιώνες άγρυπνοι
Φρουρούν αγέραστοι τη μνήμη σου.

Ο Ηλίας Σιμόπουλος είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους, που στις μέρες μας μέσα από το έργο του προβάλλονται οι παγκόσμιες αξίες της πανανθρώπινης φιλίας, της αγάπης, της ελευθερίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 

Ο Γιάννης Ανδρικόπουλος στη «ΓΝΩΜΗ» των Πατρών στις 24-6-96 γράφει: «Στην ποίηση του Σιμόπουλου αντιπαλεύουν ο πόνος, η απόγνωση, η μοναξιά, η χαμένη ελπίδα, η παρηγοριά της αυγής, η καταφυγή της ποίησης, η πίστη για τον άνθρωπο και την ειρήνη. Ακόμα αντιμάχονται όλες οι μορφές σκλαβιάς με την ελευθερία, το φως με το χάος, η δημιουργία με τη ματαιότητα, τα φτερά της ανυπόταχτης έμπνευσης με το ασήκωτο μαρτύριο της υποταγής.»

Ο Ηλίας Γιαννικόπουλος στο περιοδικό «Μοριάς» τ. 36 Γράφει: «Η ποίηση του Σιμόπουλου είναι πλούσια σε ανθρώπινες αξίες, στιβαρή, εμπνευσμένη. Ενώνει αρμονικά τα πιο στέρεα επιτεύγματα της παραδοσιακής ποίησης με αυτά των σύγχρονων αναζητήσεων. Έχει καθαρότητα έκφρασης και εικόνας. Στόχος, άξονας του έργου του είναι πάντα ο πληγωμένος άνθρωπος του καιρού μας, που ζει κυνηγημένος, μοναχικός και αβοήθητος. Το έργο του διαποτίζει μια πνοή ανθρωπιάς και μια υπαρξιακή αγωνία.»

Το μεγάλο ποτάμι

Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε 
τη ζωή με τ’ όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ’ ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε 
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας 
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν’ ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.

Ο Γάλλος ποιητής και μεταφραστής του έργου του στα Γαλλικά Gaston – Henry Aufrére σε διάλεξη που έδωσε στις Βρυξέλες στις 22-2-64 με θέμα «ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ ένας ποιητής με καρδιά χωρίς σύνορα» μεταξύ άλλων είπε για τον ποιητή: «Ο Σιμόπουλος δεν είναι ο άνθρωπος των ζητωκραυγών και των οδοφραγμάτων. Ούτε των διακηρύξεων και των επαναστάσεων. Αν επωμίσθηκε, το τόσο βαρύ χρέος που επωμίσθηκε είναι γιατί πιστεύει πως οι κυρίαρχες δυνάμεις της ζωής δεν μπορεί να είναι το αίμα, όσο γονιμοποιό κι αν είναι, ούτε η φωτιά, όσο καθαρτήρια κι αν είναι. Ο άνθρωπος δεν μετριέται με τον εγκληματία που κλείνει μέσα του, αλλά με την ακτινοβολία της αγάπης που δονεί την καρδιά του.»

Το Δέντρο

Ο άνθρωπος αγάπη μου την ίδια ώρα
Γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του χαμογελά

Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με τους πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει σπούτνικ στους αιθέρες.

Ο άνθρωπος αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνει φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται στους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λιντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
Την ομορφιά μιας άσπρης

Ο άνθρωπος αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
Και λες στους επισκέπτες σου:
-«περάστε!»

Ο άνθρωπος αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυα του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.

Η ματιά του βλέπει τα μύχια όνειρα, τους κρυφούς πόθους στα τρίσβαθα της ψυχής των απλών ανθρώπων. Εκεί και η αγωνία του. Σε μια κουβέντα που είχαμε κάποτε, μου εκμυστηρεύτηκε: « . στόχος μου στάθηκε πάντα ο ταπεινός άνθρωπος, ο άνθρωπος που υποφέρει, ο άνθρωπος που αγωνίζεται. Και πραγματικά δοκιμάζω συντριβή όταν νοιώθω πόσο λίγο κατάφερα να μετουσιώσω το δράμα του σε ποίηση, έτσι που και ο ίδιος διαβάζοντάς την να χαίρεται και να λυτρώνεται…»

Το μεγάλο ποίημα

Ένα ποτάμι αιμάτινο 
Κυλάει πάνου στ’ αχνάρια μας
Πίσω απ’ της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.

Εδώ σε τούτ’ την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.

Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν 
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ’ αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.

Αλήθεια πόσο ειν’ όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.

Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.

Σ’ αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν’ ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.

Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.

Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.

Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.

Γενιά του, η γενιά του 40. Έζησε, όπως ο ίδιος λέει, μια εποχή πλούσια σε γεγονότα, σε ελπίδες και απογοητεύσεις. Μια εποχή μεγαλόπνοων οραματισμών, υψηλών ιδανικών, καταπληκτικών ανατροπών και συγκλονιστικών αναθεωρήσεων. 

Η Πληγωμένη Γη

Εμείς 
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια 
του κόσμου. Όμως 
δεν έχουμε σπίτι.

Εμείς 
Εσπείραμε όλα τα χωράφια 
της γης. Όμως 
δεν έχουμε ψωμί

Εμείς 
Εσκοτωθήκαμε σε όλους τους πολέμους 
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει 
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα

Αλλά εμείς είμαστε η γη 
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς 
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας 
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα 
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.

Η γενιά του, είδε την ανθρωπότητα σε διάστημα λίγων ετών, να διανύει αποστάσεις αιώνων… Βίωσε τον πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό. Γνώρισε σκοτωμούς, άδικο, πείνα, διωγμούς. Η γενιά του, είδε δημοκρατίες να καταρρέουν σα χάρτινοι πύργοι και δικτάτορες να κάθονται στο σβέρκο των λαών. Βασιλιάδες να φεύγουν και να ξανάρχονται. και τέλος το χειρότερο. Είδε τα όνειρα να διαλύονται σαν καπνός και τα ιδανικά να χάνονται στον ορίζοντα του πουθενά.

Δοκιμασία

Εδώ σ’ αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι

Μα εμείς σ’ αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση; 
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε 
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!

Εδώ σ’ αυτή τη γη
Τη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ’ από πού
Χωρίς να ξέρουμ’ από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια

Να ‘χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να ‘χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να ‘χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν’ ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να ‘χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να ‘ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!

Σηματογράφος της γενιάς του, ο Ηλίας Σιμόπουλος, κάθε φορά επιστρατεύει την ποίηση για να φωτογραφίσει την ιστορία και να την παραδώσει στην αιωνιότητα, γιατί αυτό είναι το προνόμιο και η δόξα του πνευματικού ανθρώπου. Να στέκεται πάντα όρθιος μέσα στις θύελλες και να μάχεται και να γίνεται ο ληξίαρχος της εποχής του καταγράφοντας μέσα στο έργο του το θάνατο των σάπιων στοιχείων που με σοφία η ζωή παραπετάει και τις κυοφορίες των νέων στοιχείων που δεν βλέπουν ακόμα οι πολλοί, μα που με τρόπο όμως οριστικό και τελεσίδικο προδιαγράφουν τη μορφή του κόσμου που έρχεται.

Η Ανατολή 

Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
Πάνου απ’ ανθρώπους κι όνειρα
Αχ, κ’ έχω ένα βουνό καημό
Που δε μπορώ να πάρω ανάσα.

Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου
Σάρωσε τούτ’ τα μαύρα σύννεφα
Που μας σκεπάζουν τον ήλιο
Σάρωσε τούτ’ τα μαύρα σύννεφα 
Που μας βαραίνουν Σα μολύβι.

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Λευτέρωσε το δρόμο της.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Πώς μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της.

Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρια
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με δάκρια αλλά με τόλμη.

Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά!
Παραπονιάρη βιολιτζή δε θέλω μοιρολόγια.
Ταίριαξε το τραγούδι σου στο βήμα το δικό της.
Τον δρόμο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή! 

Με οδηγό του την ακλόνητη πίστη και την απέραντη αγάπη του για τον άνθρωπο, ο Ηλίας Σιμόπουλος γίνεται λυρικός, τρυφερός, ευαίσθητος, μα κι αντάρτης. 

Αρκαδικοί θρύλοι

Μεσ’ στη ροδόφωτην αυγή στο κρουσταλένιο δείλι
Υψώνουνται ο Ταΰγετος κι ο Πάρνωνας δυο στύλοι
Χρυσής αψίδας και περνούν της Αρκαδίας οι θρύλοι.

Κι όπως ξανοίγει ο ουρανός και χάνεται η μαυρίλα
Κι όπως στα σπλάχνα διαπερνά μια κρύφια ανατριχίλα
Και της καρδιάς αναριγούν στ’ ακράγγιγμα τα φύλλα

Ω Θάμα, θρύλοι αντιλαλούν το Μήνυμά σου γύρα:
Θεών κι ανθρώπων ποιητή, μοναδική σου η κλήρα
Να σέρνεις σκλάβες τις καρδιές σε μια κλωστή απ’ τη λύρα.

Μα τώρα πια πλημμύρισεν η γη μας δάκρυα κι αίμα.
Για τη χαρά, για τη σπορά, πάρε λοστό και γκρέμα.
Κι αν σ’ αντισκόβουν άδραξε ντουφέκι και πολέμα.

Γίνεται οραματιστής, μα πάνω απ’ όλα παραμένει πάντα συνειδητός μαχητής, πιστός στο όραμα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αγωνιστής της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.

Η Ανατολή του ηλίου

Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία
Στόλισε με ταντέλλες φως η αυγή τον κόσμον όλο.

Ένας λαός ανηφορίζουνε τα έλατα.
Καλημέρα σας δέντρα
Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας!
Δεν έχουμ’ έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας
Μον’ φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά
Ν’ ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.

Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε
Και πάντα αργούσες να ρθεις!
Οι κάμποι του Μάη
Τα’ ανυπόμονα στάχυα, οι νεραντζιές
Τα δωδεκάχρονα παιδιά και οι λυγερές κοπέλες
Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.

Ρώτησαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;
Ρώτησαν: Γιατί σκότωσαν τα’ αδέρφια μας;
Ρώτησαν: Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;
Και πήραν την απάντηση:
Για ν’ ανατείλει ο ήλιος!

Και υπάρχει ελπίδα «ν’ ανατείλει ο ήλιος» όσο υπάρχουν μαχητές που κρατούν τη «σημαία της λευτεριάς» διαλαλώντας «το όραμα της Ιθάκης». Υπάρχει ελπίδα όσο υπάρχει ακόμα έστω ένας άνθρωπος στον πλανήτη, που ακούει τη «σιωπή των βράχων» «εναγώνια», «περιμένοντας την αυγή», την «ανατολή του ήλιου», την «ανθοφορία της γης».Και η ελπίδα ανθίζει μέσα μας σα λουλούδι και λέμε πως. ναι, ακόμα δε χάθηκαν όλα, αφού «Αρκεί μια μικρή ανεμώνη / να ομορφύνει τους άξενους βράχους».

Φίλες και φίλοι.

Απόψε, ο Κραμποβός τιμά τον ποιητή του. Όμως ο Ηλίας Σιμόπουλος δεν έχει ανάγκη από τιμές, βραβεία και διακρίσεις. Ποτέ άλλωστε δεν τις επιδίωξε έτσι σεμνός και ταπεινός που είναι.Η τιμή λοιπόν πάει στους γονιούς που γέννησαν αυτόν τον ποιητή! Στεφανώνει τον κακοτράχαλο τούτο τόπο που τον ανάθρεψε! Κάνει υπερήφανους τους συμπατριώτες του που απόψε τον τιμούν! Αλλά και όλους εμάς που ευτυχίσαμε να τον γνωρίσουμε, να τον αγαπήσουμε, να νιώσουμε άνθρωποι διαβάζοντας τα ποιήματά του, και να ζήσουμε απόψε μαζί του τις μοναδικές αυτές στιγμές!

Ευχαριστώ

Ιερή Μνήμη

Πατέρα μου αγρότη
πώς τα ήξερες όλα.

Ν’ ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη
να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς 
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.

Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου Δε θ’ άλλαζα εγώ
με τα’ αλέτρι την πέννα.

Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ ‘σουν!

Η Μάνα μου

Η Μάνα μου
πρωί μεσημέρι βράδυ
γονατισμένη
έκανε τις παρακλήσεις της

Η μέρα άρχιζε γι αυτή
με την επίκληση 
της θείας βούλησης.

Δε ζητούσε δόξες
και λαμπρές ανοίξεις

Μόνο λίγο χώμα 
και λίγο νερό
για να φυτέψει τ’ όνειρο

Ι.A.

Ηλίας Σιμόπουλος

Αποτέλεσμα εικόνας για Ηλίας Σιμόπουλος ποιητής

Αξιώματα και βραβεύσεις

Αξίωμα

πρόεδρος (Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών)

 

Ο Ηλίας Σιμόπουλος (23 Νοεμβρίου 1913 – 30 Αυγούστου 2015) ήταν Έλληνας συγγραφέας, πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών από το 1984 ως το 1989. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί και σε άλλες γλώσσες.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στο Κράμποβο (σημερινό Καστανοχώρι Αρκαδίας).Καταγόταν από αγροτική οικογένεια από την Αρκαδία[1] Μετά τις σπουδές του στο Γυμνάσιο και στη Νομική Σχολή, φοίτησε επίσης στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Το 1946 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο “Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο”.[2] Από τα γνωστότερα έργα του είναι η “Αρκαδική Ραψωδία” (1958). Το 2011 προτάθηκε για Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε σε ηλικία 102 ετών και κηδεύτηκε στη γενέτειρά του.[3]

 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%97%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82_%CE%A3%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%BF%CF%82